μυογαλῆ

μυογαλῆ
μῠο-γαλῆ,
A v.l. for μυγαλῆ in Dsc.2.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυογαλή — Γένος εντομοφάγων ζώων της οικογένειας των μυογαλιδών. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες σώμα, μήκους 45 περίπου εκ., λαιμό κοντόχοντρο, μάτια μικρά και τρίχωμα κοντό και πυκνό. Το ρύγχος τους είναι σωληνοειδές και αποτελείται από δύο μακρόστενους… …   Dictionary of Greek

  • μυογαλίδιον — μυογαλίδιον, τὸ (Α) [μυογαλή] υποκορ. τού μυογαλῆ* …   Dictionary of Greek

  • MYGALE — pro Numine Athribitis. Strabo l. 17. ubi de Aegyptiis, Αἐτὸν Θηβαῖοι ῾τιμῶσἰ λέοντα δὲ Λεοντοπολίται αἶγα δὲ καὶ τράγον Μενδήσιοι μυγάλην δὲ Α᾿θριβῖται ἄλλοι δ᾿ ἄλλο τί. Aquilam Thebani (colunt) leonem Leontopolitani, capr am et hircum Mendesii,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”